κόασμα

κόασμα
το, -ατος
η φωνή του βατράχου ή η απομίμησή της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • βρεκεκέξ — (Α βρεκεκέξ) απομίμηση της φωνής των βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία που μιμείται το κόασμα των βατράχων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”